- προχειλία
- η, Ν [πρόχειλος](ανθρωπολ. -ιατρ.) η προβολή τών χειλιών που συνοδεύει συνήθως την παχυχειλία και τον προγναθισμό, γνώρισμα τών νεγροειδών και μερικών μογγολικών φυλών, ή παθολογική δυσμορφία σε άτομα τής λευκής φυλής.
Dictionary of Greek. 2013.